- ορνιθολογος
- ὀρνιθολόγοςὀρνῑθο-λόγοςὅ говорящий о птицах Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορνιθολόγος — ο (Α ὀρνιθολόγος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθολόγος επιστήμονας ο οποίος ασχολείται συστηματικά με τα θέματα που αφορούν τα πουλερικά αρχ. αυτός που ασχολείται με τα πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + λόγος*] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek